- ναίσκε
- μόριο1) см. ναί; 2) ирон. ну да!, ну уж извините!
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ναίσκε — (Μ ναίσκε) (βεβ. μόριο) (με ειρωνική ιδίως σημ.) ναι, βέβαια. [ΕΤΥΜΟΛ. Το μόριο σχηματίστηκε πιθ. κατά τον ὄχισκε (< ὄχι[ς] καλέ) ή, κατ άλλη άποψη, με συγκοπή από τη φρ. ναί σύ καλέ] … Dictionary of Greek
ναίσκε — επίρρ. βεβ., άλλος τύπος του ναι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)